- πελτασταῖς
- πελταστήςone who bears a light shieldmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεκτρέχω — ἐπεκτρέχω (Α) 1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῡ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.) 2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω … Dictionary of Greek
λογχοφόρος — α, ο (AM λογχοφόρος, ον) 1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek